Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

ΕΠΙΤΟΚΙΑ ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΩΝ ΔΑΝΕΙΩΝ

Δύο είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των επιτοκίων των ελληνικών (όπως και των άλλων ευρωπαϊκών) τραπεζών. Το πρώτο είναι ότι ενώ αυτά ακολουθούν πιστά και άμεσα οποιαδήποτε άνοδο του επιτοκίου της ΕΚΤ, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις αντίστοιχες μειώσεις οι οποίες γίνονται με μεγάλη χρονική καθυστέρηση και σχεδόν πάντοτε μετά από έντονες κοινωνικές πιέσεις. Το δεύτερο χαρακτηριστικό, είναι ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν 3% έως 5% μεγαλύτερο επιτόκιο από ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. (Μην ξεχνάμε βέβαια ότι δανεισμοί δεν γίνονται μόνο από την ΕΚΤ αλλά υπάρχουν και διατραπεζικές συναλλαγές, γι αυτό τα επιτόκια επηρεάζονται κυρίως από το LIBOR και το EURIBOR).
Έτσι, ενώ την περίοδο 2001-2003 υπήρξε μία ραγδαία πτώση του κόστους του χρήματος για τις τράπεζες (το επιτόκιο της ΕΚΤ έπεσε από το 3,25% που ήταν το 2001, στο 1% το 2003), αυτές δεν απέδωσαν το όφελος στους δανειολήπτες, καθώς δε μείωσαν ή προέβησαν σε μικρότερες μειώσεις των κυμαινόμενων επιτοκίων των στεγαστικών δανείων. Άντίθετα, όταν από τα τέλη του 2003 το επιτόκιο της ΕΚΤ άρχισε και πάλι να ανεβαίνει φτάνοντας στις 3,25 εκατοστιαίες μονάδες το έτος 2008, οι ελληνικές τράπεζες προέβησαν άμεσα σε αντίστοιχες αυξήσεις. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι τον Οκτώβριο 2008, το επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν 3,25%, το Euribor ήταν 5,5% και το επιτόκιο της Εθνικής Τράπεζας ήταν 7,77%.
Από τον Οκτώβριο του 2008 και έπειτα, το επιτόκιο της Ε.Κ.Τ ακολουθεί πτωτική πορεία, μέχρι που το Μάιο του 2009 που έπεσε στο 1%. Το αντίστοιχο επιτόκιο της Εθνικής Τράπεζας, έπεσε από το 7,27% που ήταν στο τέλος του 2008 στο 5,52 % το Μάιο 2009.
Από τα παραπάνω παρατηρούμε ότι τα επιτόκια των Ελληνικών τραπεζών δεν ακολουθούν πιστά τις διακυμάνσεις του επιτοκίου της ΕΚΤ. Εξάλλου, υπάρχει και η υπ’ αριθ. 1219/2001 απόφαση του Άρειου Πάγου με την οποία, αναγνωρίζεται ότι τα τραπεζικά επιτόκια είναι ελεύθερα διαπραγματεύσιμα χωρίς ανώτατα ή κατώτατα όρια. Αυτό σημαίνει ότι τα επιτόκια διαμορφώνονται ελεύθερα και ύστερα από στάθμιση των εκτιμώμενων κατά περίπτωση κινδύνων, των εκάστοτε συνθηκών των χρηματοπιστωτικών αγορών, καθώς και των εν γένει υποχρεώσεων των τραπεζών που απορρέουν από τις διατάξεις που διέπουν τη λειτουργία τους.
Κατόπιν τούτων, η επιβάρυνση των ελληνικών νοικοκυριών που έλαβαν στεγαστικά δάνεια, εξαρτάται κυρίως από την πολιτική της κάθε τράπεζας για την προσέλκυση πελατών, αλλά και από τους διμερείς όρους σύμβασης του δανείου (π.χ. σταθερό ή κυμαινόμενο επιτόκιο). Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε ότι ένα στεγαστικό δάνειο ύψους 100.000,00 € με κυμαινόμενο επιτόκιο, την περίοδο Νοέμβριος 2007-Νοέμβριος 2008 επιβαρύνθηκε περίπου με 400,00 € εξαιτίας της συνεχούς ανόδου των επιτοκίων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου