Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

ΜΑΡΙΑ ΚΑΛΛΑΣ

Μαρία Κάλλας: Μορφή βγαλμένη από την Ελληνική Τραγωδία ή μια γυναίκα με όλα τα προτερήματα και ελλατώματα μιας συνηθισμένης νοικοκυράς όπως η ίδια αυτοχαρακτηριζόταν όταν βρισκόταν μακριά από τη σκηνή, προφυλαγμένη στην ασφάλεια και την ησυχία του άνετου και ευχάριστου σπιτιού της; Διάσημη και αλαζονική πριμαντόνα, στις δημόσιες εμφανίσεις της, παραδοσιακή Ελληνίδα νοικοκυρά στις προσωπικές της στιγμές. Αμερικανίδα υπήκοος μέχρι την ηλικία των 43 ετών, Ελληνίδα υπήκοος για τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της. Στα μάτια του κόσμου φαινόταν ότι είχε τα πάντα. Δόξα, χρήματα και μια θαυμάσια ζωή. Αλλά μέσα της, στην καρδιά της, η Κάλλας θεωρούσε ότι απέτυχε να ολοκληρωθεί ως γυναίκα, γιατί αυτό που επιθυμούσε περισσότερο από την επιτυχία ήταν να γίνει μητέρα και να αποκτήσει πολλά-πολλά παιδιά. «Τώρα βέβαια είναι πια πολύ αργά…», είπε στην τελευταία της συνέντευξη στον Πήτερ Ντράγκατζ (Πέτρο Δραγάτση), «…αλλά αν ξανάρχιζα τη ζωή μου, θα έκανα τουλάχιστον έξι παιδιά –τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια. Εμείς οι Έλληνες βάζουμε την οικογενειακή μας ζωή πάνω από κάθε τι άλλο. Και το παράπονό μου όταν άκουγα τον κόσμο να με χειροκροτεί, ήταν γιατί η Κάλλας να μην περιστοιχίζεται από τα παιδιά της και αργότερα τα εγγόνια της στις στιγμές της ευτυχίας της, όπως τόσοι άλλοι άνθρωποι». Η Μαρία Κάλλας, πλέον της μεγάλης ηθοποιού, ήταν και μια ανεπανάληπτη υψίφωνος, που έκανε τους Ιταλούς φιλόμουσους, να την ονομάζουν «Πρίμα Ντόνα Ασολούτα», δηλ. η απόλυτη υψίφωνος. Η ασυνήθιστη γκάμα της, εξέπληξε ακόμη και τους πιο δύσκολους ειδήμονες της όπερας και την καθιέρωσε ως την πριμαντόνα σταρ που έφερε την όπερα κοντά στην αντίληψη των μαζών.
Τον Αύγουστο 1923, ο Γιώργος Καλογερόπουλος (από το Νεοχώρι Ιθώμης στο Μελιγαλά Μεσσηνίας) και η Ευαγγελία Δημητριάδη (από Κωνσταντινούπολη), μετανάστευσαν από την Αθήνα στην Αμερική, όπου τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους, αποκτούν τη δεύτερη κόρη τους Μαρία Καλλογεροπούλου. «Οι γονείς μου απογοητεύτηκαν όταν γεννήθηκα, γιατί ήθελαν αγόρι. Όμως εγώ δούλεψα σκληρά, σαν αγόρι, λέει η Μαρία, και έβγαλα το ψωμί μου. Εμείς οι ίδιοι είμαστε η δύναμή μας, κι αυτό θα έπρεπε να μας διδάσκει η Θρησκεία μας». Εκεί ανοίγουν φαρμακείο και τον 1929 αλλάζουν το οικογενειακό επώνυμο, από Καλογερόπουλος σε Callas. Το 1932, η Μαρία αρχίζει μαθήματα πιάνου και το 1934, σε ηλικία 11 ετών λαμβάνει το πρώτο της βραβείο ως «σολίστ» σε διαγωνισμό παιδικών φωνών που είχε διοργανώσει ραδιοφωνικός σταθμός της Νέας Υόρκης.
Το 1937 οι γονείς της χωρίζουν και η ίδια, ακολουθεί τη μητέρα της και επιστρέφει στην Αθήνα, όπου συνεχίζει της σπουδές της στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών. Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν, η Μαρία Κάλλας συμμετείχε σε παραστάσεις (αρχικά μαθητικές και αργότερα και επαγγελματικές) με το Ωδείο Αθηνών, τη Λυρική Σκηνή Αθηνών, τη Λυρική Σκηνή Θεσσαλονίκης κ.α.
Το 1945 σε ηλικία 22 ετών, εξ αιτίας της υποβάθμισής της Λυρικής σκηνής στην Ελλάδα καθώς επίσης και του πολέμου που της έκαναν οι συνάδελφοί της, οι οποίοι την κατηγορούσαν για συνεργασία με τους κατακτητές, επιστρέφει στις ΗΠΑ. Εκεί, παρά τις προσπάθειές της για ανεύρεση εργασίας, δεν καταφέρνει να υπογράψει συμβόλαιο. Η γνωριμία της ωστόσο με τον διευθυντή της Αρένας της Βερόνα, υπήρξε καταλυτική για την μελλοντική της πορεία. Το 1947 πηγαίνει στην Ιταλία, όπου κάνει την πρώτη της εμφάνιση στην «Αρένα» της Βερόνα με τη «Τζοκόντα» του Αμιλκάρε Πονκιέλι. Συνάμα γνωρίζει το μουσικόφιλο Ιταλό βιομήχανο Τζοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι και τον οποίο παντρεύεται τον Απρίλιο 1949, σε ηλικία 26 ετών. Ο Μενεγκίνι, σε ρόλο μάνατζερ, την υποβάλει σε δίαιτα με σκοπό να αποκτήσει καλύτερη εμφάνιση και της αποτρέπει κάθε βιοτική ενασχόληση με την οικονομική κάλυψη που της παρέχει. Αργότερα θα πει για αυτόν το γάμο «Δεν άφησα εγώ τον Μπατίστα, αλλά εκείνος εμένα. Εγώ ήθελα να φροντίζω μόνη μου τις επαγγελματικές μου υποθέσεις και εκείνος ήθελε να έχει απόλυτο έλεγχο στη ζωή μου και την καριέρα μου. Ήθελα σύζυγο και όχι μάνατζερ».
Έκτοτε και για 20 ολόκληρα χρόνια (1945-1965), το άστρο της λάμπει αδιαφιλονίκητα στη γη. Η περίοδος των διεθνών της θριάμβων διαρκεί ως το 1961, και σε μειωμένο αριθμό εμφανίσεων ως το 1965. Δελεαστικά συμβόλαια της προσφέρονται από όλα τα μεγάλα θέατρα και η δόξα της κατακλύζει ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική
Η γνωριμία της με τον Αριστοτέλη Ωνάση, ήρθε το 1956 (σε ηλικία 33 ετών), σε ένα πάρτυ. Εκεί, όπως αναφέρει στην τελευταία της συνέντευξη «Ο Αρίστος έσκυψε, μου φίλησε το χέρι και μου είπε στα Ελληνικά: Κυρία μου, έχετε κάτι από το παρουσιαστικό μιας Ελληνίδας θεάς, όπως ακριβώς σας περίμενα. Είναι τιμή μου που σας γνωρίζω. Ελπίζω να ξανασυναντηθούμε». Το καλοκαίρι του επόμενου έτους (1957), ξαναβρέθηκαν στη θαλαμηγό «Χριστίνα»,όπου ερωτεύθηκαν και αποφασίσαν να συνδεθούν. «Ο Αρίστος ήταν ο μόνος άνδρας που αγάπησα. Κοντά του αισθάνθηκα σαν πραγματική γυναίκα. Κάθε μέρα μου προσέφερε τριαντάφυλλα, άφηνε δωράκια στο δωμάτιό μου και σκεφτόταν καθετί που ήξερε ότι θα μου έδινε χαρά και θα με έκανε ευτυχισμένη…
Το 1966 σε ηλικία 43 ετών, αποδύεται την Αμερικανική υπηκοότητα και λαμβάνει την Ελληνική. Λύεται έτσι και τυπικά ο γάμος της με τον Μενεγκίνι «Αν για να έχω έναν άντρα κοντά μου σημαίνει ότι πρέπει να υποφέρω, τότε προτιμώ να είμαι μόνη».
Δύο χρόνια αργότερα, ο Ωνάσης παντρεύεται τη χήρα Τζάκυ Κέννεντυ. «Εξακολουθούσα να συναντώ τον Αρίστο και μετά το γάμο του… Είχαμε πάντα μία βασική κατανόηση, είχαμε πολλά κοινά σημεία. Όταν είχε να συζητήσει σημαντικά πράγματα, ερχότανε σ’ εμένα, δεν πήγαινε σ’ εκείνη Αυτή η χρυσοθήρας (έτσι αποκαλούσε η Κάλλας τη Τζάκυ) δεν μπόρεσε να τον καταλάβει».
Ο γάμος του Ωνάση με την Τζάκυ, σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα μιας αποτυχημένης εγχείρησης σκωληκοειδίτιδας (στις αρχές της ίδιας δεκαετίας) που της προκάλεσε «…αδυνάτισμα των μυών του υπογαστρίου διαφράματος» και συνεπώς αλλοίωση της φωνής της, συνέβαλαν στην ηθική εξουθένωση της Κάλλας. «…Μην ξεχνάς ότι μόνο το ευτυχισμένο πουλί κελαηδάει, το δυστυχισμένο χώνεται στη φωλιά του και πεθαίνει…» αναφέρει στην τελευταία της συνέντευξη που έδωσε στον Πήτερ Ντράγκατζ (Πέτρο Δραγάτση) στο διαμέρισμά της στο Παρίσι.
Σ’ αυτήν την τελευταία συνέντευξη, η Μαρία μίλησε για όλα. Για τις σχέσεις ανδρών-γυναικών είπε «Και βέβαια είναι άδικο η γυναίκα που κάνει τη δουλειά ενός άντρα να μην πληρώνεται όσο και ο άνδρας. Αλλά ισότητα… όχι. Ο Θεός έπλασε τον άνδρα κυνηγό και τη γυναίκα μητέρα. Και ήξερε τι έκανε». Για τις κατηγορίες που δεχόταν ότι ήταν δύσκολη όταν επρόκειτο να εμφανιστεί σε παράσταση και ότι αντιμετώπιζε τους καλλιτέχνες με περιφρόνηση, η Κάλλας απάντησε «Δεν θέλω με κανένα τρόπο να συνδέσω το όνομά μου με το κακό γούστο… Θα ήταν πολύ εύκολο να δημιουργήσω τη φήμη μιας γλυκιάς και γοητευτικής καλλιτέχνιδας, αλλά αυτό θα με παρέσυρε σε κακές παραστάσεις…». Σχετικά με την εμφάνισή της ανέφερε «Αδυνάτισα γιατί όπως όλες οι γυναίκες ήθελα να είμαι ελκυστική και όχι μια χοντρή σοπράνο. Κατάλαβα ότι η φωνή δεν έφτανε, όταν ένας Ιταλός κριτικός της Όπερας, έγραψε ότι ήταν σχεδόν αδύνατο να βρει τη διαφορά ανάμεσα στα πόδια των ελεφάντων που ήταν πάνω στη σκηνή και στα πόδια τα δικά μου, σε μία παράσταση της Αϊντα. Έκλαψα με πικρά δάκρια για πολλές μέρες. Τότε αποφάσισα να αδυνατίσω». Τέλος για τη σχέση της με το Θεό, έλεγε ότι προσευχόταν συχνά και όχι μόνο σε εποχές δυσκολιών και προβλημάτων. Η προσευχή ήταν τυπική της μοναδικής και ασυνήθιστης προσωπικότητάς της «Θεέ μου, στείλε μου ό,τι θέλεις, καλό ή κακό, αλλά δώσε μου τη δύναμη να το αντιμετωπίσω».
Στις 8 Δεκεμβρίου η Κάλλας τραγούδησε στην Όπερα των Παρισίων, όπου το κοινό την κάλεσε στη σκηνή 10 φορές καταχειροκροτώντας την.
Η τελευταία της εμφάνιση έγινε στην πόλη Σαππόρο της Ιαπωνίας στις 11 Δεκεμβρίου του 1974.
Η Μαρία Κάλλας πέθανε από καρδιακή ανεπάρκεια στις 16 Σεπτεμβρίου 1977, στο διαμέρισμά της στο Παρίσι. Η είδηση του θανάτου της, είχε προκαλέσει παγκόσμια συγκίνηση. Αν και η κατάσταση της υγείας της μεγάλης καλλιτέχνιδας είχε επιδεινωθεί κατά τους τελευταίους μήνες, τίποτα δεν έδειχνε ότι επρόκειτο για κάτι σοβαρό. Ωστόσο, πολλοί ειδικοί της όπερας, επεσήμαναν κάποιο κλονισμό στην υγείας της, από τότε που άρχισε εξαντλητική δίαιτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου